μάγνητρο(ν)

μάγνητρο(ν)
το
ηλεκτρονική λυχνία κενού, γεννήτρια ή ενισχύτρια λυχνία ρευμάτων πολύ υψηλής συχνότητας, στην οποία η ροή τών ηλεκτρονίων ελέγχεται, ανάλογα με την περίπτωση, από ένα ηλεκτρικό ή μαγνητικό πεδίο και η οποία είναι σημαντικό εξάρτημα τών ραντάρ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μάγνητρο — Ηλεκτρονική λυχνία κενού, κατάλληλη να παράγει ηλεκτρομαγνητικά κύματα πολύ υψηλής συχνότητας συνεχώς ή κατά παλμούς· χρησιμοποιείται επίσης και ως ενισχυτική διάταξη ισχύος. Κατασκευάστηκε το 1921 από τον Αμερικανό φυσικό και μηχανικό Άλμπερτ… …   Dictionary of Greek

  • ραντάρ — (radar, από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων radio detection and ranging = ραδιοεντοπισμός και μέτρηση της απόστασης). Ηλεκτρονική συσκευή που εκμεταλλεύεται το φαινόμενο της ανάκλασης των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων και χρησιμοποιείται για τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”