- μάγνητρο(ν)
- τοηλεκτρονική λυχνία κενού, γεννήτρια ή ενισχύτρια λυχνία ρευμάτων πολύ υψηλής συχνότητας, στην οποία η ροή τών ηλεκτρονίων ελέγχεται, ανάλογα με την περίπτωση, από ένα ηλεκτρικό ή μαγνητικό πεδίο και η οποία είναι σημαντικό εξάρτημα τών ραντάρ.
Dictionary of Greek. 2013.